πρωτοπραξία

πρωτοπραξία
η, ΝΑ
το προνόμιο ενός ατόμου να ικανοποιηθεί πρώτο από τους άλλους δικαιούχους από την περιουσία τού οφειλέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -πραξία (< -πρακτος < πράσσω), πρβλ. δικαιο-πραξία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρωτοπραξία — πρωτοπραξίᾱ , πρωτοπραξία right of first payment fem nom/voc/acc dual πρωτοπραξίᾱ , πρωτοπραξία right of first payment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”